- κλαγγάνει
- κλαγγαίνωgive tonguepres ind mp 2nd sgκλαγγαίνωgive tonguepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλαγγάνω — (Α) [κλαγγή] 1. (για πτηνά) κρώζω («ὅπου τις ὄρνις οὐχί κλαγγάνει», Σοφ.) 2. πιθ. αναδίδω οξύ ήχο … Dictionary of Greek